σκοτωτός

σκοτωτός
-ή, -ό, Ν [σκοτώνω]
1. αυτός που σκοτώθηκε, που υπέκυψε σε βίαιο και όχι σε φυσικό θάνατο
2. αυτός που πηγαίνει κάπου με μεγάλη βιασύνη, με μεγάλη ταχύτητα
3. φρ. «να πας σκοτωτός»
α) (σε κατάρα) να βρεις τον θάνατο από βόλι εχθρού
β) να μεταβείς γρήγορα εκεί που σέ στέλνω, να τρέξεις με όλες σου τις δυνάμεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκοτωτός — ή, ό αυτός που σκοτώθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”